σκυλομούρης, -α, -ικο — αυτός που έχει μορφή που μοιάζει με του σκύλου, άσχημος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυνοπρόσωπος — κυνοπρόσωπος, ον (Α) 1. αυτός που μοιάζει με σκύλο, σκυλομούρης 2. κυνοκέφαλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + πρόσωπον] … Dictionary of Greek
σκυλομούτρης — α, ικο, θηλ. και ισσα, Ν σκυλομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + μούτρης (< μούτρο), πρβλ. κακο μούτρης] … Dictionary of Greek
σκυλομούτσουνος — η, ο, Ν σκυλομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + μούτσουνος (< μουτσούνα), πρβλ. στραβο μούτσουνος] … Dictionary of Greek
σκυλόμουτρο — το, Ν 1. ρύγχος, μούρη σκύλου 2. μτφ. άνθρωπος αναιδής, θρασύς και ξετσίπωτος, σκυλομούρης … Dictionary of Greek
σκυλομούτσουνος — η, ο σκυλομούρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)